πολυγονάτι
(ουσ. ουδ.)
πολυγονάτι
[poliɣoˈnati]
Σινασσ.
Aπό το επίθ. πολύς και το ουσ. γόνατο, επειδή κατά την εορτή αυτή γονατίζει κανείς πολλές φορές.
Η εορτή της Πεντηκοστής
Συνών.
Άγι-Γονάτου