πολυτρύπι
(ουσ. ουδ.)
πολετρύπι
[poleˈtripi]
Μισθ.
Από το επίθ. πολύς και το ουσ. τρυπί. Πβ. και μεσν. επίθ. πολυτρύπητος = που έχει πολλές τρύπες.
Ξύλινο κοντάρι ως πλαϊνό παραπέτασμα άμαξας