ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ποντισία (ουσ. θηλ.) πονdισία [pondiˈsia] Φάρασ. Από το αρχ. ποντίζω (θ. αορ. ποντισ-) = βυθίζω, καταποντίζω, και το παραγωγ. επίθμ. -ία. Λιγότερο πιθανή η ετυμολόγηση του Ανδριώτη (1974) από το μεσν. ουσ. πόντισις με αλλαγή του παραγωγ. επίθμ. σε -ία.
Κατακλυσμός