πόνος
(ουσ. αρσ.)
πόνος
[ˈponos]
Ανακ., Αραβαν., Γούρδ., Σινασσ., Τελμ., Φάρασ., Φερτάκ.
πόνους
[ˈponus]
Μαλακ., Σίλ., Φάρασ.
Πληθ.
πόνοι
[ʹponi]
Ανακ.
πόνηροι
[ʹponiri]
Σίλ.
πόνα
[ʹpona]
Τροχ.
Aρχ. ουσ. πόνος = α) κόπος, σκληρή εργασία β) αγωνία γ) ταλαιπωρία.
1. Πόνος
Ανακ., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Τελμ., Φάρασ., Φερτάκ.
:
Ντου τουνdούρ΄ τάβρανιν ντα ούλα ντα τείδα γιά, ούλα ντα πόνουϊα ούλα τα κρυολογήμαδα
(To τουντούρι τα τράβαγε όλα τα τέτοια, όλους τους πόνους, όλα τα κρυολογήματα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Παροιμ.
Όπου έν' ο πόνος εκεί έν' κι η ψη
(Όπου είναι ο πόνος, εκεί είναι και η ψυχή˙ Σκεφτόμαστε διαρκώς αυτό που μας κάνει να υποφέρουμε)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
αγρί, πόνεμα, πονεσιά, σουλάιμα :1
β.
Ειδικότ., οι ωδίνες του τοκετού
Ανακ., Αραβαν., Μαλακ., Σίλ., Φερτάκ.
:
Έπιασέν ντο πόνος
(Την έπιασαν οι πόνοι του τοκετού
)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Πλιάνου τσ̑η πόνηροι, σε γεννήσει
(Την πιάνουν οι πόνοι, θα γεννήσει
)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Πιάσαν το πόνοι, να ’εννήσ’
(Την έπιασαν οι ωδίνες, θα γεννήσει
)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
|| Φρ.
Με τα δυό πόνα να γλυτώσ'
(Με δυό πόνους να ελευθερωθεί
˙
ευχή για σύντομο τοκετό)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
2. Επιδημία, ασθένεια
Φάρασ.
3. Στεναχώρια, καημός
Σινασσ., Φάρασ.
:
|| Παροιμ.
Όποιος έχ' πόνο πιάνετ' ας τα φίδια
(Όποιος έχει πόνο πιάνεται απ' τα φίδια˙ αυτός που βρίσκεται σε δυσκολία κάνει πράξεις απελπισίας)
Σινασσ.
-Αρχέλ.