ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πόνος (ουσ. αρσ.) πόνος [ˈponos] Ανακ., Αραβαν., Γούρδ., Σινασσ., Τελμ., Φάρασ., Φερτάκ. πόνους [ˈponus] Μαλακ., Σίλ., Φάρασ. Πληθ. πόνοι [ʹponi] Ανακ. πόνηροι [ʹponiri] Σίλ. πόνα [ʹpona] Τροχ. Aρχ. ουσ. πόνος = α) κόπος, σκληρή εργασία β) αγωνία γ) ταλαιπωρία.
1. Πόνος Ανακ., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Τελμ., Φάρασ., Φερτάκ. : Ντου τουνdούρ΄ τάβρανιν ντα ούλα ντα τείδα γιά, ούλα ντα πόνουϊα ούλα τα κρυολογήμαδα (To τουντούρι τα τράβαγε όλα τα τέτοια, όλους τους πόνους, όλα τα κρυολογήματα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Παροιμ. Όπου έν' ο πόνος εκεί έν' κι η ψη (Όπου είναι ο πόνος, εκεί είναι και η ψυχή˙ Σκεφτόμαστε διαρκώς αυτό που μας κάνει να υποφέρουμε) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. αγρί, πόνεμα, πονεσιά, σουλάιμα :1
β. Ειδικότ., οι ωδίνες του τοκετού Ανακ., Αραβαν., Μαλακ., Σίλ., Φερτάκ. : Έπιασέν ντο πόνος (Την έπιασαν οι πόνοι του τοκετού ) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Πλιάνου τσ̑η πόνηροι, σε γεννήσει (Την πιάνουν οι πόνοι, θα γεννήσει ) Σίλ. -Κωστ.Σ. Πιάσαν το πόνοι, να ’εννήσ’ (Την έπιασαν οι ωδίνες, θα γεννήσει ) Ανακ. -Κωστ.Α. || Φρ. Με τα δυό πόνα να γλυτώσ' (Με δυό πόνους να ελευθερωθεί ˙ ευχή για σύντομο τοκετό) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ.
2. Επιδημία, ασθένεια Φάρασ.
3. Στεναχώρια, καημός Σινασσ., Φάρασ. : || Παροιμ. Όποιος έχ' πόνο πιάνετ' ας τα φίδια (Όποιος έχει πόνο πιάνεται απ' τα φίδια˙ αυτός που βρίσκεται σε δυσκολία κάνει πράξεις απελπισίας) Σινασσ. -Αρχέλ.