ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πολυπόδι (ουσ. ουδ.) πολυπόδι [poliˈpoði] Φερτάκ. πιλυπόρ' [pilipor] Γούρδ. πολοπότ' [poloˈpot] Φερτάκ. Νεότ. ουσ. πολυπόδι = α) ζωύφιο, ψείρα β) είδος φυτού (Λεξ. Σομ.), το οπ. από μεταγν. ουσ. πολυπόδιον ως υποκορ. του αρχ. επίθ. πολύπους (για έντομα και φυτά) (βλ. L-S, λ. πολύπους Β).
1. Σαρανταποδαρούσα ό.π.τ. Συνών. κιρκαγιάχος, ψαλίδι :1, ψαλιδίστρα
2. Είδος μικρού ψαριού Γούρδ.