πολυπόδι
(ουσ. ουδ.)
πολυπόδι
[poliˈpoði]
Φερτάκ.
πιλυπόρ'
[pilipor]
Γούρδ.
πολοπότ'
[poloˈpot]
Φερτάκ.
Νεότ. ουσ. πολυπόδι = α) ζωύφιο, ψείρα β) είδος φυτού (Λεξ. Σομ.), το οπ. από μεταγν. ουσ. πολυπόδιον ως υποκορ. του αρχ. επίθ. πολύπους (για έντομα και φυτά) (βλ. L-S, λ. πολύπους Β).
2. Είδος μικρού ψαριού
Γούρδ.