πολλασυγιές
(ουσ. ουδ.,πληθ.)
πολλάσ̑υγιές
[polaʃiˈʝes]
Αξ.
Aπό την φρ. πολλάς υγείας.
Χαιρετίσματα
:
Έπαρ' το και άμε πολλασ̑υγιές απ' εμέ
(Πάρε το και πήγαινέ του χαιρετίσματα από μένα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.