σελάμι
(ουσ. ουδ.)
σελάμι
[se'lami]
Αξ., Σίλ., Φάρασ.
σελάμ'
[se'lam]
Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ.
Πληθ.
σελάμια
[se'lamɲa]
Αραβαν., Σινασσ.
σελάμε
[se'lame]
Φάρασ.
Από το νεότ. ουσ. σελάμι (πβ. Δαπόντ. Δακ. ἐφ. 28.9.10 «δίδοντας σελάμι εἰς τοὺς Τούρκους, μὴν ἠξεύροντας πῶς εἶναι αὐτὸς Ἑβραῖος»), το οπ. από το τουρκ. ουσ. selâm = γεια.
Χαιρετισμός
ό.π.τ.
:
Σε του ρώεις σελάμι
(Θα του δώσεις χαιρετίσματα)
Σίλ.
-Dawk.
Σόνgρα εκείνο το ξεύρει, ούτσ̑α πετέτ' το σελάμια
(ύστερα εκείνος το ξέρει, έτσι πείτε του χαιρετίσματα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Dίνω σελάμ
(χαιρετίζω)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Παίρω το σελάμι τ'
(παίρνω τον χαιρετισμό του)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Σπιτιού αφένdης πήρεν το σελάμι τ'νε
(ο αφέντης του σπιτιού πήρε τον χαιρετισμό τους)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Δώκα σελάμ'
(χαιρέτησα)
Μαλακ.
-Τζιούτζ.
Πέτε τα τζ̑αι σεις τα 'μάν τα σελάμε
(Δώστε τπυ κι εσείς τους χαιρετισμού μου)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.