σελλίνα
(ουσ. θηλ.)
σελλίνα
[se'lina]
Αξ., Μισθ.
Από το μεταγν. ουσ. σέλλα = κάθισμα (< λατιν. sella) και το παραγωγ. επίθμ. -ίνα.
Μέρος της ανδρικής βράκας που εξέχει από πίσω
ό.π.τ.