ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σενέτ (ουσ. ουδ.) σενέτ [seˈnet] Αξ., Μισθ. Από το τουρκ. senet= έγγραφο που πιστοποιεί κάτι (π.χ. πληρωμή που πρέπει να γίνει κτλ.).
Πρόχειρο πωλητήριο έγγραφο με χαρτόσημο ενός γροσίου το οπ. υπέγραφαν οι ενδιαφερόμενοι για μιά αγοραπωλησία ό.π.τ.