ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σενέτ (ουσ. ουδ.) σενέτ [seˈnet] Αξ., Μισθ., Σινασσ., Φλογ. Από το τουρκ. ουσ. senet = α) αποδεικτικό β) πιστοποιητικό έγγραφο.
1. Πρόχειρο πωλητήριο έγγραφο με χαρτόσημο ενός γροσίου το οπ. υπέγραφαν οι ενδιαφερόμενοι για μιά αγοραπωλησία ό.π.τ.
2. Απόδειξη χρέους Σινασσ.
Τροποποιήθηκε: 04/09/2025