σενέτ
(ουσ. ουδ.)
σενέτ
[seˈnet]
Αξ., Μισθ., Σινασσ., Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. senet = α) αποδεικτικό β) πιστοποιητικό έγγραφο.
1. Πρόχειρο πωλητήριο έγγραφο με χαρτόσημο ενός γροσίου το οπ. υπέγραφαν οι ενδιαφερόμενοι για μιά αγοραπωλησία
ό.π.τ.
2. Απόδειξη χρέους
Σινασσ.
Τροποποιήθηκε: 04/09/2025