σενέτ
(ουσ. ουδ.)
σενέτ
[seˈnet]
Αξ., Μισθ.
Από το τουρκ. senet= έγγραφο που πιστοποιεί κάτι (π.χ. πληρωμή που πρέπει να γίνει κτλ.).
Πρόχειρο πωλητήριο έγγραφο με χαρτόσημο ενός γροσίου το οπ. υπέγραφαν οι ενδιαφερόμενοι για μιά αγοραπωλησία
ό.π.τ.