ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σεμσιές (ουσ. ουδ.) σ̑εμσ̑ι-ές [ʃemʃiˈes] Φάρασ. σ̑α̈μσ̑ι-α̈́ς [ʃæmʃiˈæs] Αφσάρ. σ̑αμσ̑ι-ά [ʃamʃiˈa] Αξ. σ̑εμσ̑ι-έ [ʃamʃiˈa] Αξ. Από το τουρκ. ουσ. şemsiye =ομπρέλα.
Ομπρέλα ό.π.τ. : ’τον είχε ζέστης πολύ, σ̑άνισ̑καμ’ σαν είδος σ̑εμσ̑ι-έ (Όταν είχε πολλή ζέστη, φτιάχναμε κάτι σαν ομπρέλα) Αξ. -ΙΛΝΕ 1555