σενίρι
(ουσ. ουδ.)
σενίρι
[seˈniri]
Φάρασ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. senir = κορυφογραμμή (Eren 1999: λ. sinir).
Ράχη του βουνού, κορυφογραμμή
Φάρασ.