ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σεμπέκα (ουσ. ουδ.) σεbέκα [seˈbeka] Ουλαγ. σεbίκα [seˈbika] Γούρδ. σιαμπιάκια [sça'bʝaca] Μισθ. σ̑εbέκ [ʃe'bek] Αραβαν., Γούρδ. σ̑επέκ [ʃeˈpek] Μαλακ. Νεότ. ουσ. σ̑εμπέκα = είδος μαϊμούς με μακριά ουρά (Mackridge 2021: 51), το οπ. από το τουρκ. ουσ. şebek = α) είδος πιθήκου, κερκοπίθηκος β) μτφ., άσχημος και θρασύς.
1. Πίθηκος, μαϊμού Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ.
2. Μικρός, ασήμαντος Μισθ., Ουλαγ. : Τσίσει σιαμπιάκια ακούμ' (είσαι μικρός ακόμα) Μισθ. -Κοτσαν. Τι να μας ειπείς σιαμπιάκια σερνικός (τι να μας πεις μικρέ άνθρωπε) Μισθ. -Κοτσαν.
Συνών. μαϊμούνι