σεμπέκα
(ουσ. ουδ.)
σεbέκα
[seˈbeka]
Ουλαγ.
σεbίκα
[seˈbika]
Γούρδ.
σιαμπιάκια
[sça'bʝaca]
Μισθ.
σ̑εbέκ
[ʃe'bek]
Αραβαν., Γούρδ.
σ̑επέκ
[ʃeˈpek]
Μαλακ.
Νεότ. ουσ. σ̑εμπέκα = είδος μαϊμούς με μακριά ουρά (Mackridge 2021: 51), το οπ. από το τουρκ. ουσ. şebek = α) είδος πιθήκου, κερκοπίθηκος β) μτφ., άσχημος και θρασύς.
1. Πίθηκος, μαϊμού
Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ.
2. Μικρός, ασήμαντος
Μισθ., Ουλαγ.
:
Τσίσει σιαμπιάκια ακούμ'
(είσαι μικρός ακόμα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Τι να μας ειπείς σιαμπιάκια σερνικός
(τι να μας πεις μικρέ άνθρωπε)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
μαϊμούνι