ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σενλικλού (ουσ.) σ̑ενλικλούς [ʃenliˈklus] σ̑ενικλού [[ʃeniˈklu] Μαλακ. Από το τουρκ. şenlikli = α) εορταστικός, β) τόπος διασκέδασης. Ο τύπ. σ̑ενικλού με ανομοιωτική αποβολή του [l].
1. Ευχάριστος τόπος ό.π.τ.
2. Ως επίθ., εύθυμος Μαλακ.