σενλικλού
(ουσ.)
σ̑ενλικλούς
[ʃenliˈklus]
σ̑ενικλού
[[ʃeniˈklu]
Μαλακ.
Από το τουρκ. şenlikli = α) εορταστικός, β) τόπος διασκέδασης. Ο τύπ. σ̑ενικλού με ανομοιωτική αποβολή του [l].
1. Ευχάριστος τόπος
ό.π.τ.
2. Ως επίθ., εύθυμος
Μαλακ.