σεμιάς
(επίρρ.)
σεμιάς
[seˈmɲas]
Σινασσ.
Από τη αμάρτ. φρ. σε μια = με την μία, με -ς αναλογ. προς άλλα επιρρ. σε -ς.
Μεμιάς
:
Σεμιάς άνοιξεν ένα σιδεριώνας πύλη κι ούλοι σέμαν απέσω
(Ξαφνικά άνοιξε μιά σιδερένια πόρτα και όλοι μπήκαν μέσα)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Σε μνιας ούλοι οι σαράντα βρέχησταν τάμα 25 φοράς και η θύρα άνοιξε
(Μεμιάς και οι 40 (δράκοι) έκαναν δυνατά τάμα 25 φορές και η πύλη άνοιξε)
Σινασσ.
-Αρχέλ.