σέλι
(ουσ. ουδ.)
σέλι
['seli]
Σινασσ.
σ̑έλι
[ʃeli]
Αφσάρ., Κίσκ., Φάρασ.
σ̑έλ'
[ʃel]
Ανακ., Αραβαν., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλατ., Σινασσ., Φλογ.
Νεότ. ουσ. σέλι (Mackridge 2021: 51), το οπ. από το τουρκ. ουσ. sel = χείμαρρος. Πβ. και νεότ. σελί = ρέμα (Λεξ. Σομ.).
Χείμαρρος, ρέμα
ό.π.τ.
:
Το μαχτσούμι πάλι πήρεν ντο το σ̑έλι
(το παιδί πάλι το πήρε το ρέμα)
Φάρασ.
-Dawk.
Τότε που έβρεξε κόνdευε να τα πάρ' το σέλ'
(Τότε που έβρεξε κόντευε να τα πάρει το ρέμα)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
'ενότουνε α μέγα σέλι, πήρεν ντα τα πρόβατα, σκότσεν ντα
(Έγινε ένας μεγάλος χείμαρρος, πήρε τα πρόβατα, τα σκότωσε)
Φάρασ.
-Dawk.
Πήρεν το το σέλ' το αρνί, πήεν
(Το πήρε το ρέμα το αρνί, πάει)
Δίλ.
-ΙΛΝΕ 887
Ερούτον σέλ' σο χωριό και γιομούτανε τα σπίτια μας
(Ερχόταν χείμαρρος στο χωριό και γέμιζαν, πλημμύριζαν, τα σπίτια μας)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
|| Παροιμ.
Ο μύος πήε σο σ̑έλι τσ̑αι συ αραdίζεις 'κόμη τα κροτάλε;
(Ο μύλος πήγε στον χείμαρρο και εσύ ψάχνεις ακόμη τα βαρδάρια του;˙ Για όσους μέσα σε μεγάλη συμφορά ασχολείται με ήσσονος σημασίας ζητήματα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Το σ̑έλι τάιμα κουτούκε τζ̑ο φερίνει
(ο χείμαρρος κάθε φορά κούτσουρα δε φέρνει˙ οι ευκαιρίες δεν μας παρουσιάζονται πάντα το ίδιο)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Ο ποταμισμένος 'ς το σέλι τζ̑ο φοβείται
(όποιος έπεσε στο ποτάμι από το ρέμα δεν το φοβάται˙ όποιος έχει συνηθίσει σε μία κατάσταση δε φοβάται)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.