ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σέλι (ουσ. ουδ.) σέλι ['seli] Σινασσ. σ̑έλι [ʃeli] Αφσάρ., Κίσκ., Φάρασ. σ̑έλ' [ʃel] Ανακ., Αραβαν., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλατ., Σινασσ., Φλογ. Νεότ. ουσ. σέλι (Mackridge 2021: 51), το οπ. από το τουρκ. ουσ. sel = χείμαρρος. Πβ. και νεότ. σελί = ρέμα (Λεξ. Σομ.).
Χείμαρρος, ρέμα ό.π.τ. : Το μαχτσούμι πάλι πήρεν ντο το σ̑έλι (το παιδί πάλι το πήρε το ρέμα) Φάρασ. -Dawk. Τότε που έβρεξε κόνdευε να τα πάρ' το σέλ' (Τότε που έβρεξε κόντευε να τα πάρει το ρέμα) Σινασσ. -Τακαδόπ. 'ενότουνε α μέγα σέλι, πήρεν ντα τα πρόβατα, σκότσεν ντα (Έγινε ένας μεγάλος χείμαρρος, πήρε τα πρόβατα, τα σκότωσε) Φάρασ. -Dawk. Πήρεν το το σέλ' το αρνί, πήεν (Το πήρε το ρέμα το αρνί, πάει) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887 Ερούτον σέλ' σο χωριό και γιομούτανε τα σπίτια μας (Ερχόταν χείμαρρος στο χωριό και γέμιζαν, πλημμύριζαν, τα σπίτια μας) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 || Παροιμ. Ο μύος πήε σο σ̑έλι τσ̑αι συ αραdίζεις 'κόμη τα κροτάλε; (Ο μύλος πήγε στον χείμαρρο και εσύ ψάχνεις ακόμη τα βαρδάρια του;˙ Για όσους μέσα σε μεγάλη συμφορά ασχολείται με ήσσονος σημασίας ζητήματα) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Το σ̑έλι τάιμα κουτούκε τζ̑ο φερίνει (ο χείμαρρος κάθε φορά κούτσουρα δε φέρνει˙ οι ευκαιρίες δεν μας παρουσιάζονται πάντα το ίδιο) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Ο ποταμισμένος 'ς το σέλι τζ̑ο φοβείται (όποιος έπεσε στο ποτάμι από το ρέμα δεν το φοβάται˙ όποιος έχει συνηθίσει σε μία κατάσταση δε φοβάται) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.