σέκνημα
(ουσ. ουδ.)
σέκνημα
['seknima]
Ουλαγ.
Από το ρ. θέκνω, όπου και τύπ. σέκνω, και παραγωγ. επίθμ. -μα.
Τοποθέτηση
Ουλαγ.
:
Ντο τσικ-κί ντο τουνdούρ ντο σέκνημα σάνκι ένα ζόρ σ̑έι 'ναι
(το πήλινο αγγείο στον φούρνο για να το βάλεις σάμπως ένα δύσκολο πράγμα είναι)
Ουλαγ.
-Κεσ.