ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σέκνημα (ουσ. ουδ.) σέκνημα ['seknima] Ουλαγ. Από το ρ. θέκνω, όπου και τύπ. σέκνω, και παραγωγ. επίθμ. -μα.
Τοποθέτηση Ουλαγ. : Ντο τσικ-κί ντο τουνdούρ ντο σέκνημα σάνκι ένα ζόρ σ̑έι 'ναι (το πήλινο αγγείο στον φούρνο για να το βάλεις σάμπως ένα δύσκολο πράγμα είναι) Ουλαγ. -Κεσ.