ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σεκεριώνας (επίθ.) σ̑α̈κα̈ριώνας [ʃækæˈrʝonas] Μισθ. σ̑οκ͑άρώνα [ʃoˈkʰaˈrona] Φάρασ. σακαριώνα [sakaˈrʝona] Σινασσ. Από το ουσ. σεκέρ, όπου και τύπ. σ̑ακάρ, σ̑οκ͑άρι, και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
1. Ζαχαρένιος, από ζάχαρη ό.π.τ.
2. Μτφ., γλυκός Σινασσ. : Zερμόν'σα τέκνο μ' να σε πω για τη σακαριώνα μ' τη γκελίνγιζα (Ξέχασα παιδί μου να σου πω για την γλυκιά μου τη νυφούλα) Σινασσ. -Λεύκωμα