σεκεριώνας
(επίθ.)
σ̑α̈κα̈ριώνας
[ʃækæˈrʝonas]
Μισθ.
σ̑οκ͑άρώνα
[ʃoˈkʰaˈrona]
Φάρασ.
σακαριώνα
[sakaˈrʝona]
Σινασσ.
Από το ουσ. σεκέρ, όπου και τύπ. σ̑ακάρ, σ̑οκ͑άρι, και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
1. Ζαχαρένιος, από ζάχαρη
ό.π.τ.
2. Μτφ., γλυκός
Σινασσ.
:
Zερμόν'σα τέκνο μ' να σε πω για τη σακαριώνα μ' τη γκελίνγιζα
(Ξέχασα παιδί μου να σου πω για την γλυκιά μου τη νυφούλα)
Σινασσ.
-Λεύκωμα