σεκέρι
(ουσ. ουδ.)
σ̑εκέρι
[ʃeˈceri]
Σίλ.
σ̑εκέρι
[ʃeˈcer]
Αραβ., Μισθ., Τελμ.
σ̑εκέρ'
[ʃeˈcer]
Αξ., Τροχ.
σ̑ακα̈́ρ
[ʃaˈkær]
Μισθ.
σ̑ακάρ
[ʃaˈkar]
Φκόσ.
σακάρ
[saˈkar]
Σινασσ.
σ̑οκ͑άρι
[ʃoˈkʰari]
Φάρασ.
Πληθ.
σ̑εκέρια
[ʃeˈcerʝa]
Μαλακ., Μισθ., Τελμ.
Πληθ.
σακάρια
[saˈkarʝa]
Σινασσ.
Πληθ.
σ̑εκάρε
[ʃeˈkare]
Φάρασ.
σεκέρια
[seˈcerʝa]
Σίλ., Τσελτ.
Από το τουρκ. ουσ. şeker (< περσ. şakar) = ζάχαρη, όπου και διαλεκτ. τύπ. şekar, şakar και sakar (THADS, λ. sakar III, Eren 1999: λ. şeker).
1. Ζάχαρη
ό.π.τ.
:
Να ρίψωμε σ̌εκέρ
(θα ρίξουμε ζάχαρη)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Παίρκανε σ̑εκάρε
(συνήθιζαν να αγοράζουν ζάχαρη)
Φάρασ.
-Dawk.
Σέλ’ να τσακώσουμ’ τρία αβγά, να πάρουμ' τρεις λόκους, να μπάσουμ’ σεκέρι, να τα φάμ’
(Θέλει να / θα σπάσουμε τρία αβγά, να πάρουμε τρεις κρόκους, να βάλουμε ζάχαρη, να τα φάμε)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
|| Παροιμ.
Η μα σου μο το σ̑οκ͑άρι σε ένντσε
(η μαμά σου με τη ζάχαρη σε γέννησε˙ για τους καλομίλητους και ευγενικούς ανθρώπους)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
΄ενόσουν μέλι, 'ενόσουν σ̑οκ͑άρι· μας τζ̑ο κώθεις να μέζ γρέπ'
(έγινες μέλι, έγινες ζάχαρη· εμάς δεν γυρίζεις να μας δεις˙ για κάποιον που μεγάλωσε και δεν εμφανίζεται πλέον συχνά κάπου)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Νε του Σ̑αμού το σ̑οκ͑άρι, νε του Αράπ' η χαραή
(ούτε της Δαμασκού η ζάχαρη, ούτε του Αράπη τα μούτρα˙ καλύτερα να αποφύγω μία δυσάρεστη κατάσταση, ακόμα και αν θα είχα όφελος από αυτή)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
2. Στον πληθ., κουφέτα, καραμέλες
Μαλακ., Σίλ., Σινασσ., Τσελτ.
:
Έσ'κασ̑ι σεκέρια νια οχά
(Της έβαλαν και μιά οκά κουφέτα, ενν. της νύφης ως δώρο)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
βραχτά, Πβ.
κάντιο