σεκμές
(ουσ. αρσ.)
σεκ͑μές
[sekʰˈmes]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. çıkma = α) έξοδος β) εξώστης, μπαλκόνι γ) διαλεκτ. σημ., είδος μιντεριού, καναπέ δ) διαλεκτ., σκάλα, όπου και διαλεκτ. ουσ. sekme = σκαλοπάτι, σκάλα (THADS, λ. sekme V).
1. Πεζούλι
Φάρασ.
2. Βεράντα ή εξώστης
Φάρασ.
3. Είδος καναπέ
Φάρασ.