ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σεκμές (ουσ. αρσ.) σεκ͑μές [sekʰˈmes] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. çıkma = α) έξοδος β) εξώστης, μπαλκόνι γ) διαλεκτ. σημ., είδος μιντεριού, καναπέ δ) διαλεκτ., σκάλα, όπου και διαλεκτ. ουσ. sekme = σκαλοπάτι, σκάλα (THADS, λ. sekme V).
1. Πεζούλι Φάρασ.
2. Βεράντα ή εξώστης Φάρασ.
3. Είδος καναπέ Φάρασ.