ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σεΐρι (II) (ουσ. ουδ.) σεΐρι [seˈiri] Φάρασ., Φλογ. σέιρ' ['seir] Μισθ. Από το νεότ. ουσ. σεΐρι (Mackridge 2021: 51), το οπ. από το τουρκ. ουσ. sèyr/seyir = α) διαδρομή β) κατεύθυνση γ) αγνάντεμα.
1. Θέα Μισθ. : Απ΄ντου σπίτι σ’ έεις καλό σέιρ (Από το σπίτι σου έχεις καλή θέα) Μισθ. -Κοτσαν.
β. Θέαμα Φάρασ. : Γρεπ' σο σεΐρι (Κοίτα το θέαμα ) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Σωροβούνταν και τα παλληκάρα̈ σα δώματα πάνω και σ̑ανισ̑καν σεΐρι και πεγένταν κορίτσ̑α (Μαζεύονταν και τα παλληκάρια στις ταράτσες και έκαναν χάζι και διάλεγαν ποιο κορίτσι τους άρεσε ) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Τα παλληκάρα αναβαίνουν χαβλούδιου τα τουβάρα απάνω και κάνται σάνε σεγίρ να πεγιεντίσ'νε τα πεκιάρα σεμαδεμἐνια (Τα παλληκάρια ανεβαίνουν στους τοίχους των αυλών και κάθονται, κάνουν χάζι, για να διαλέξουν οι ανύπαντροι αρραβωνιαστικιά ) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811
2. Μπανιστήρι Μισθ. : Σ̑άνιξιν σέιρ' (Έκανε μπανιστήρι) Μισθ. -Κοτσαν.