σείω
(ρ.)
σείω
['sio]
Μισθ.
σείνω
['sino]
Φάρασ.
σ̑είνω
['ʃino]
Αξ.
Αόρ. Ενεργ.
έσεισα
['esisa]
Φάρασ.
Αόρ.
έσ̑εισα
['eʃisa]
Αξ.
Παθ.
σείζομαι
['sizomai]
Σινασσ.
Παθ.
σείομαι
['siome]
Σινασσ.
Παθ.
σειέμαι
[si'eme]
Σινασσ.
Παθ.
σ̑είνουμαι
['ʃinume]
Αξ.
Παθ. Αόρ.
σ̑είσ̑τα
['ʃiʃta]
Αξ.
Προστ.
σείσε
['sise]
Μισθ.
Προστ.
σ̑εισέτ
[ʃi'set]
Αξ.
Από το αρχ. ρ. σείω. Οι τύπ. σείνω και σ̑είνω με μεταπλασμό με βάση τα ρ. σε -νω. Ο τύπ. σείζομαι νεότ. (Mackridge 2021: 50).
Σείω (ενεργ. φωνή), σείομαι (παθ. φωνή)
Σινασσ., Φάρασ.
:
Έσεισε το μήο η μερκάλτσα
(η μαρκάλτσα κούνησε την μηλιά)
Φάρασ.
-Dawk.
β.
Κουνώ, λικνίζω
Αξ., Μισθ.
:
Σείσε ντου νανούι, του φσ̑άχ κλαίει
(κούνησε την κούνια, το παιδί κλαίει
)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.