ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σείω (ρ.) σείω ['sio] Μισθ. σείνω ['sino] Φάρασ. σ̑είνω ['ʃino] Αξ. Αόρ. Ενεργ. έσεισα ['esisa] Φάρασ. Αόρ. έσ̑εισα ['eʃisa] Αξ. Παθ. σείζομαι ['sizomai] Σινασσ. Παθ. σείομαι ['siome] Σινασσ. Παθ. σειέμαι [si'eme] Σινασσ. Παθ. σ̑είνουμαι ['ʃinume] Αξ. Παθ. Αόρ. σ̑είσ̑τα ['ʃiʃta] Αξ. Προστ. σείσε ['sise] Μισθ. Προστ. σ̑εισέτ [ʃi'set] Αξ. Από το αρχ. ρ. σείω. Οι τύπ. σείνω και σ̑είνω με μεταπλασμό με βάση τα ρ. σε -νω. Ο τύπ. σείζομαι νεότ. (Mackridge 2021: 50).
Σείω (ενεργ. φωνή), σείομαι (παθ. φωνή) Σινασσ., Φάρασ. : Έσεισε το μήο η μερκάλτσα (η μαρκάλτσα κούνησε την μηλιά) Φάρασ. -Dawk.
β. Κουνώ, λικνίζω Αξ., Μισθ. : Σείσε ντου νανούι, του φσ̑άχ κλαίει (κούνησε την κούνια, το παιδί κλαίει ) Μισθ. -Κωστ.Μ.