ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σειρά (ουσ. ουδ.) σειρά [siˈra] Μισθ., Σινασσ., Φάρασ., Φερτάκ., Φλογ. σ̑ειρά [ʃiˈra] Σίλ. σιρά [sɯˈra] Ανακ., Αξ., Αραβαν. σιράς [sɯˈras] Τελμ. σερά [seˈra] Μαλακ. σ̑ερά [ʃeˈra] Μαλακ. σουρά [suˈra] Μισθ. Αρχ. ουσ. σειρά = σχοινί, αλυσίδα. Οι τύπ. σιρ- από το τουρκ. sıra, όπου και διαλεκτ. τύπ. sera, ως αντιδάν. από το αρχ. ουσ. σειρά (Nişanyan 2002- 2022: λ. sıra).
1. Η σειρά, η αράδα σύνολο από ομοειδή πράγματα, που τοποθετούνται σε μιά διαδοχή με βάση κάποιο κριτήριο ό.π.τ. : Να τα σέκουμ’ τση σ̑ειρά (να τα βάλουμε στην σειρά) Σίλ. -Κωστ.Σ. Aτούρα μi δου σουρά ούλα ξέριξιν ντα (αυτά με την σειρά όλα τα ήξερε) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Φτιάναν τους τοίχους με πέτρες και πάνω βάλισκαν κατρόνια στη σειρά (έφτιαχναν τους τοίχους με πέτρες και έβαζαν καδρόνια στην σειρά) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Φρ. Κάτσε σερά (κάτσε στην σειρά˙ κάτσε φρόνιμα) Μαλακ. -Τζιούτζ. Έχεις ντου σουρά σ’ (έχεις τη σειρά σου˙ έχεις το πρόγραμμά σου)) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Φέρνου σου σειρά (φέρνω στην σειρά˙ τακτοποιώ, ρυθμίζω ζήτημα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.
2. Η θέση στην οποία τοποθετείται ή την οποία κατέχει κάποιος μέσα σε ένα σύνολο, μέσα σε μιά διαδικασία ό.π.τ. : Ένα κι ερυό, πήγε πατισ̑αχιού τα σεράγια, έπιασε και το σιρά τ’ να gιο̈ρϋσ̑τΰσ̑’ μι το πατισ̑άχο (Μια και δυο πήγε στου βασιλιά τα παλάτια και έπιασε σειρά για να παρουσιαστεί στον βασιλιά) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ήρτεν τ’ μικρονού το σειρά (ήρθε του μικρού η σειρά) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Νταρά το σό σειρά τσείδ' (τώρα είναι η δική σου σειρά (ενν. να μιλήσεις)) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Με το σειρά ερούταν πεθερός, πεθερά, τα χι̂σι̂́μια τνε, κι ούλλα με το σειρά ατάταναν απ' ένα σ̑έι (Με τη σειρά έρχονταν ο πεθερός, η πεθερά, οι συγγενείς τους, και όλοι με την σειρά έταζαν και κάτι) || Παροιμ. Με τα παρέγια ντέ 'ναι, μι το σι̂ρά 'ναι (Με τα λεφτά δεν είναι, με τη σειρά είναι˙ Δεν μπορείς να παρακάμψεις τη σειρά (=ουρά αναμονής) επειδή έχεις περισσότερα χρήματα) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.
3. Περίσταση Τελμ. : Εκεί 'ς σι̂ράδια πατισ̑άχος νταγι̂́τσ̑ιζεν αλόγατα (Σε εκείνη την περίσταση ο βασιλιάς μοίραζε άλογα (στον κόσμο)) Τελμ. -Dawk. Συνών. βακίτι, καιρός :2, τόπος