ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σεϊρέκ (ουσ. ουδ.) σεϊρέκ [seiˈrek] Μαλακ. σεϊράτσ̑ι [seiˈratʃi] Μισθ. Από το τουρκ. επίθ. seyrek = αραιός.
Αραιός ό.π.τ. : Σεϊράτσ̑ι ξέβη, δεν εσ̑ύραμ’ σπόρους (Αραιό βγήκε, δεν ρίξαμε (ενν. αρκετό) σπόρο) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. ανάριος, αρύς