σεϊρέκ
(ουσ. ουδ.)
σεϊρέκ
[seiˈrek]
Μαλακ.
σεϊράτσ̑ι
[seiˈratʃi]
Μισθ.
Από το τουρκ. επίθ. seyrek = αραιός.