ανάριος
(επίθ.)
Πληθ.
'νάρα
[nar]
Φάρασ.
Μεσν. επίθ. *ἀνάριος (πβ. επίρρ. ἀνάρια = αραιά). Η λ. εμφανίζεται στην λεξικογραφία της πρώιμης ν.ε.