ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ανάριος (επίθ.) Πληθ. 'νάρα [nar] Φάρασ. Μεσν. επίθ. *ἀνάριος (πβ. επίρρ. ἀνάρια = αραιά). Η λ. εμφανίζεται στην λεξικογραφία της πρώιμης ν.ε.
Αραιός : Τζ̑ο νανόστεις τα του είμεστ' αδέ ατέ 'ς μερές οι Ρωμοί 'νάρα τζ̑αι λαΐκ͑α; (Δεν σκέφθηκες που εδώ σ' αυτήν την μεριά οι Ρωμιοί είμαστε αραιοί και λίγοι;) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ. Συνών. αρύς, σεϊρέκ