ανάριος
(επίθ.)
'νάρι
[ʹnari]
Πληθ.
'νάρα
[nar]
Φάρασ.
Μεσν. επίθ. *ἀνάριος (πβ. επίρρ. ἀνάρια = αραιά).
Τροποποιήθηκε: 26/08/2025