ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ανάριος (επίθ.) 'νάρι [ʹnari] Πληθ. 'νάρα [nar] Φάρασ. Μεσν. επίθ. *ἀνάριος (πβ. επίρρ. ἀνάρια = αραιά).
Αραιός : Τζ̑ο νανόστης τα του είμεστ' αδέ ατέ 'ς μερές οι Ρωμοί 'νάρα τζ̑αι λαΐκ͑κα; (Δεν σκέφθηκες ότι εδώ σ' αυτό το μέρος οι Ρωμιοί είμαστε αραιοί και λίγοι;) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ. Συνών. αρύς, σεϊρέκ, Αντίθ σίχι
Τροποποιήθηκε: 26/08/2025