αναπνοιά
(ουσ. θηλ.)
αναπνέ
[anaˈpne]
Φάρασ.
Από το μεταγν. ουσ. ἀνάπνοια με συναλοιφή [ia] > [e], βλ. Ανδριώτης (1948: 17). Ο διαλεκτ. τύπ. αναπνέ και Δ.Κρήτ. Ικαρ. (ΙΛΝΕ, λ. ἀναπνοιά).
Το κενό στην κορυφή του κεφαλιού του βρέφους, η λεγόμενη πηγή
Φάρασ.