ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ανάλμεχτος (επίθ.) ανάλμεχτος [aˈnalmextos] Καππ. αλίμεχτος [aˈlimextos] Ανακ., Μαλακ., Σίλατ. αλίμεφτος [aˈlimeftos] Καππ. Από μεσν. επίθ. ἀνάμελκτος. Οι τύπ. αλίμεχτος, αλίμεφτος από το αρχ. επίθ. ἀνήμελκτος με μετάθ. υγρού.
Για ζώο, αυτό που δεν έχει αρμεχθεί ό.π.τ. : || Ασμ. Τα πρόβατά μ' στο κοσάνι, τα χτηνά μου αλίμεχτα ((Τα πρόβατά μου είναι στον αρμεγώνα, τα γελάδια μου είναι ανάρμεχτα)) Μαλακ. -Παχτ.