ανάλατος
(επίθ.)
ανάλατο
[aˈnalato]
Ανακ., Μισθ.
αλάνατο
[aˈlanato]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μισθ., Φλογ.
'νάτος
[ˈnatos]
Φάρασ.
Από το μεσν. επίθ. ἀνάλατος με αντιμετάθ. των [n] και [l].
Ανάλατος
ό.π.τ.
:
'νάτου φαΐ
(Ανάλατο φαΐ)
Φάρασ.
-Παπαστ.-Καρακ.
|| Φρ.
Ανdί σαβάχος σα 'νάτα μη γι-άς
(Σαν τον βλάκα μη γελάς στα ανάλατα˙ για όσους πειράζονται από τα γέλια των άλλων)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
τουσσούζι