ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αναί (επίρρ.) αναί [aˈne] Αξ., Σινασσ. άναι [ˈane] Σινασσ. ιν-ναί [iˈnne] Σίλ. χαναί [xaˈne] Ανακ., Αραβαν., Τελμ., Φερτάκ. Από το επίρρ. ναι αναλογ. προς το αρνητ. μόρ. αα, όπου και τύπ. άνgα.
Nαι ό.π.τ. : Κεσμέζ παλτά μη νίσκεσαι, για άνgα για αναί! (Στομωμένος μπαλτάς μη γίνεσαι, ή όχι ή ναι) Σινασσ. -Λεύκωμα Πβ. εγιαναί