αναί
(επίρρ.)
αναί
[aˈne]
Αξ., Σινασσ.
άναι
[ˈane]
Σινασσ.
ιν-ναί
[iˈnne]
Σίλ.
χαναί
[xaˈne]
Ανακ., Αραβαν., Τελμ., Φερτάκ.
Από το επίρρ. ναι αναλογ. προς το αρνητ. μόρ. αα, όπου και τύπ. άνgα.
Nαι
ό.π.τ.
:
Κεσμέζ παλτά μη νίσκεσαι, για άνgα για αναί!
(Στομωμένος μπαλτάς μη γίνεσαι, ή όχι ή ναι)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Πβ.
εγιαναί