αναγροίκιστος
(επίθ.)
αναγροίκιστος
[anaˈɣricistos]
Σινασσ.
αγροίκιστος
[aˈɣricistos]
Σινασσ.
Από το μεσν. επίθ. ἀγροίκιστος < ἀνεγροίκιστος (βλ. Λεξ. Κριαρ. και ΙΛΝΕ, λ. αγροίκιστος).
Ηλίθιος
Συνών.
αβανάκος, αγναμάζης, χαϊβάνι :2