αναβολίζομαι
(ρ. αποθ.)
αναβολίζομαι
[anavoˈlizome]
Φερτάκ.
αναβολίζουμαι
[anavoˈlizume]
Αξ., Φερτάκ.
αναβολ̑ίζουμου
[anavoˈʎizumu]
Σίλ.
αναβολ̑ίζουμι
[anavoˈʎizumi]
Σίλ.
αλαβον̑ίζουμου
[alavoˈɲizumu]
Σίλ.
αναβον̑ίζουμι
[anavoˈɲizumi]
Σίλ.
'νεβολίζομαι
[nevoˈlizome]
Φάρασ.
'νιβολίζομαι
[nivoˈlizome]
Φλογ.
βολίζομαι
[voˈlizome]
Φάρασ.
'νεβολίζουμαι
[nevoˈlizume]
Φάρασ.
αναβολιζιέμι
[anavoliˈzʝemi]
Μισθ., Τσαρικ.
'νεβολι-έμι
[nevoliemi]
Αφσάρ., Φάρασ.
αναβολιζιόδουμι
[anavoliˈzʝoðumi]
Μισθ.
Παρατατ.
βολιζόμουν
[voliˈzomun]
Φάρασ.
Αόρ.
αναβολίστα
[anavoˈlista]
Αξ., Μισθ.
αναβολ̑ίστα
[anavoˈʎista]
Σίλ.
'νεβολίστα
[nevoˈlista]
Φάρασ.
αναβολ̑ίσκα
[anavoˈʎiska]
Σίλ.
Από το ουσ. αναβολή και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω. O τύπ. αλαβονίζουμου με μετάθ.
Έχω τάση προς εμετό, κάνω εμετό
ό.π.τ.
:
Αναβολίζεται, τ' μπαρχ̑άκας τα τσούλια ούλ-λα κονούνdαι
(Κάνει εμετό, όλες του βατράχου οι ακαθαρσίες χύνονται, ενν. από μέσα της)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Όταν φορτωνόμεστε, γαριστένκε η κοιλία και βολιζόμαστε
(Όταν μέναμε έγκυες ανακατευόμασταν και κάναμε εμετό)
Φάρασ.
-ΕΚΠΑ 2142
- Γιαΐ αναβολιζιέσι; - Σιλαΐζ' καργιά μ'
(- Γιατί κάνεις εμετό; - Πονά η κοιλιά μου)
Μισθ.
-Φατ.
Έφα'α 'να σ̑έι, γαρίσ̑αν ντα σαφράϊα μ' τσ̑' αναβολίστα
(Έφαγα κάτι, ανακατεύτηκε το στομάχι μου κι έκανα εμετό)
Μισθ.
-Κοτσαν.
'στέρου πότ'σεν ντα κρασί· ποίdζ̑εν ντα σερχόσ̑ης. 'νεβολίστη το φσ̑όκκο
(Μετά του έδωσε να πιει κρασί· το μέθυσε. Το αγοράκι έκανε εμετό)
Φάρασ.
-Dawk.
Σών' έφαΐς άλλου, ν' αναβολιστείς
(Μην τρως άλλο, θα κάνεις εμετό)
Μισθ.
-Φατ.
Το φίδι 'στέρου έπε γα, 'νεβολίστη λίρες
(Το φίδι κατόπιν ήπιε γάλα, ξέρασε λίρες)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
|| Φρ.
Του τρως 'νεβολίζεσαί τα
(Αυτό που τρως το ξερνάς˙ γι' αυτούς που όσα λένε κατόπιν τα αναιρούν)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Του 'νεβολίζεσαι πάλι τρώς τα
(Αυτό που ξερνάς το ξανατρώς˙ γι' αυτούς που πράττουν αυτά για τα οποία κατηγορούν άλλους)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Παροιμ.
Γλυτσ̑α̈́ γλυτσ̑α̈́ έφαες τα, στυφα̈́ στυφα̈́ 'άν’dα 'νεβολιστείς
(Γλυκά γλυκά τα έφαγες, στυφά στυφά θα τα ξεράσεις˙ είναι καλύτερα να τα βολεύεις ανάλογα με τις οικονομικές σου δυνατότητες παρά να παίρνεις δανεικά και μετά να χρωστάς)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
αναβολιάζω, αναταράζω, ανεξερώ, καριστίζω, κουστούζω