αναγελώ
(ρ.)
αναγελώ
[anaʝeˈlo]
Μαλακ., Σινασσ., Φλογ.
αναγελιέμαι
[anaʝeˈʎeme]
Αξ.
Αόρ.
αναγέλασα
[anaˈʝelasa]
Μαλακ.
Από το αρχ. ρ. ἀναγελάω-ῶ = γελώ δυνατά, κοροϊδεύω.
1. Μεταβ., ειρωνεύομαι, χλευάζω, περιγελώ
Μαλακ., Σινασσ., Φλογ.
:
Τι μ' αναγελάς; Δεν μ'αρέθεις;
(Τι με ειρωνεύεσαι; Δεν σου αρέσω;)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Τι αναγελάς και παραγελάς;
(Τι με ειρωνεύεσαι με μορφασμούς και με περιγελάς;)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Εσύ αναγέλα τα μαλλιά μ'· μη τα τρανάς αδαρά που είναι μικρά
(Εσύ κορόιδευε τα μαλλιά μου· μην τα βλέπεις τώρα που είναι κοντά)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
|| Φρ.
Αναγελά ελιά, αναγελά και τσιλιά
(Κοροϊδεύει η ελιά, κοροϊδεύει και η κουτσουλιά˙ είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
|| Παροιμ.
Όποιος αναγελά τους μεγάλους, αναγελά τα μισίδια τ'
(Όποιος κοροϊδεύει τους ηλικιωμένους, κοροϊδεύει τα μούτρα του˙ η αγένεια προς τους ηλικιωμένους προδίδει έλλειψη αγωγής)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Συνών.
γαριέζω, γελώ, ζαναχεύω, ζεφκλεντίζω, παραγελώ
2. Μεσοπαθ., χαμογελώ στον ύπνο μου (για μωρά)
Αξ.
:
Το φσ̑άχ' αναγελιέται, κομbώνουν ντο ανgέλ'
(Το μωρό χαμογελά στον ύπνο του. Το ξεγελούν οι άγγελοι)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.