ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αναβολιάζω (ρ.) αναβολιάζω [anavoˈʎazo] Αξ. αναγουλιάζω [anaɣuˈʎazo] Αραβαν., Γούρδ., Σινασσ. Παθ. αναγουλιάζομαι [anaɣuˈʎazome] Σίλατ. Από το ρ. αναβολίζομαι με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -ιάζω, με την επίδρ. του ουσ. γούλα. Πβ. τον ήδη νεότ. τύπ. ἀναγουλιῶ στον Βλάχ.
Ενεργ. και μεσοπαθ., έχω τάση για εμετό, ανακατεύομαι ό.π.τ. : Αναγουλιάζ' η καρδιά μ' (Ανακατεύεται η κοιλιά μου) Σινασσ. -Αρχέλ. Αναγουλιάζετ' καργιά μ' (Ανακατεύεται η κοιλιά μου) Σίλατ. -Χωλόπ.Μ. Συνών. αναβολίζομαι, αναταράζω, ανεξερώ, καριστίζω, κουστούζω