ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουστούζω (ρ.) γουστούζω [ɣuˈstuzo] Αραβαν. κουστώ [kuˈstο] Φλογ. Από το τουρκ. ρ. kusmak = κάνω εμετό.
Κάνω εμετό, ξερνώ ό.π.τ. : Μεθύσ̑' το παιδί, και ύστερα κουστά (Το παιδί μεθά, και ύστερα κάνει εμετό) Φλογ. -Dawk. Εκείνο φκιάν' το 'μετό, κουστά το, παίρ' το το παιδί, πάλι τρώει το (Εκείνη κάνει εμετό, το ξερνάει, το παίρνει το παιδί, το ξανατρώει, ενν. το μαγικό στομάχι πουλιού) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Συνών. αναβολιάζω, αναβολίζομαι, ανεξερώ, καριστίζω