κουστούζω
(ρ.)
γουστούζω
[ɣuˈstuzo]
Αραβαν.
κουστώ
[kuˈstο]
Φλογ.
Από το τουρκ. ρ. kusmak = κάνω εμετό.
Κάνω εμετό, ξερνώ
ό.π.τ.
:
Μεθύσ̑' το παιδί, και ύστερα κουστά
(Το παιδί μεθά, και ύστερα κάνει εμετό)
Φλογ.
-Dawk.
Εκείνο φκιάν' το 'μετό, κουστά το, παίρ' το το παιδί, πάλι τρώει το
(Εκείνη κάνει εμετό, το ξερνάει, το παίρνει το παιδί, το ξανατρώει, ενν. το μαγικό στομάχι πουλιού)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Συνών.
αναβολιάζω, αναβολίζομαι, ανεξερώ, καριστίζω