κουτζουμέλι
(ουσ. ουδ.)
κουτζουμέλι
[kudzuˈmeli]
Σινασσ.
Αγν. ετύμ. Πιθ. σχετίζεται με το μεσν. ουσ. κουκουμάριον < λατιν. cucumella = μικρό αγγείο, κατσαρόλα.
Πάνινο καπάκι αγγείου