κουτνουνώνα
(επίθ.)
γουτνουνώνα
[ɣutnuˈnona]
Φάρασ.
Από το ουσ. κουτνί, όπου και τύπ. γουτνί, και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Μεταξωτός
:
Ε νύφη, σήμουρου ερ να κρατήσεις τ’ ώνεμα χως τη βραδύ, 'α σε πάρω α φιστάνι γουτνουνώνα
(Ε νύφη, σήμερα εάν θα κρατήσεις την αλαλία ως το βράδυ, θα σου πάρω ένα φουστάνι μεταξωτό)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Συνών.
πρισιμώνα