ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουτνουνώνα (επίθ.) γουτνουνώνα [ɣutnuˈnona] Φάρασ. Από το ουσ. κουτνί, όπου και τύπ. γουτνί, και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Μεταξωτός : Ε νύφη, σήμουρου ερ να κρατήσεις τ’ ώνεμα χως τη βραδύ, 'α σε πάρω α φιστάνι γουτνουνώνα (Ε νύφη, σήμερα εάν θα κρατήσεις την αλαλία ως το βράδυ, θα σου πάρω ένα φουστάνι μεταξωτό) Φάρασ. -Παπαδ. Συνών. πρισιμώνα