πρισιμώνα
(επίθ.)
πρισιμώνα
[prisiˈmona]
Τσουχούρ., Φάρασ.
Από το ουσ. μπρισίμι και το παραγωγ. επίθμ. -ιώνα(ς), όπου και τύπ. -ώνα.
Φτιαγμένος από πρισίμι, μεταξωτός
:
Το μέγα η κόρη ύριψιν α φιστόνι πρισιμώνα μο πούλα τσαι ζενίθα
(Η μεγάλη η κόρη ζήτησε ένα φουστάνι μεταξωτό με πούλια και χάντρες)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Συνών.
κουτνουνώνα :1