ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πρισιμώνα (επίθ.) πρισιμώνα [prisiˈmona] Τσουχούρ., Φάρασ. Από το ουσ. μπρισίμι και το παραγωγ. επίθμ. -ιώνα(ς), όπου και τύπ. -ώνα.
Φτιαγμένος από πρισίμι, μεταξωτός : Το μέγα η κόρη ύριψιν α φιστόνι πρισιμώνα μο πούλα τσαι ζενίθα (Η μεγάλη η κόρη ζήτησε ένα φουστάνι μεταξωτό με πούλια και χάντρες) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Συνών. κουτνουνώνα :1