προγύλι
(ουσ. ουδ.)
προγύλ'
[proˈʝil]
Μαλακ.
προΰλ'
[proˈil]
Μαλακ.
Από το πρόθμ. προ- και το ουσ. ύλη, όπου και τύπ. γύλη (Θράκη, Κυκλάδες) με την ν.ε. διαλεκτ. σημ. ‘η ιλύς που απομένει στο λέβητα μετά το βράσιμο των σταφυλιών’.
Μούστος απου εκρέει από τον ληνό πριν πατηθούν τα σταφύλια, και χρησιμοποιείται (ως αμόλυντος και απάτητος) για την παρασκευή νάματος για την θεία κοινωνία
Μαλακ.
:
Και κρασί πουρ να πατήσωμε το ποδάρι, να γιομίσωμε το προΰλ', να τα σαβαντίσωμε 'ς το πιθάρι
(Και κρασί (ενν. για θεία κοινωνία) πριν πατήσουμε (τα σταφύλια με) το ποδάρι, να γεμίσουμε το προγύλι, να το κλείσουμε στο πιθάρι)
Μαλακ.
-Νίγδελ.Λ.
Συνών.
δάκρεμα