ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

προκόφτω (ρ.) πρεκόφτω [preˈkofto] Ανακ., Σινασσ. προκόβου [proˈkovu] Μισθ. πρεκόβω [preˈkovo] Ποτάμ. Από το νεότ. ρ. προκόφτω, το οπ. από το αρχ. ρ. προκόπτω.
Προκόπτω ό.π.τ. : Έχει κατάρα και δεν πρεκόφτ' (Kάποιος τον έχει καταραστεί και δεν προκόπτει) Σινασσ. -Αρχέλ. Ετό που έσ’ σην καντήλα τ’ λαχτάρα, ετό να πρεκόψ’ (Ἀυτός που έχει στο καντήλι του λαχτάρα (δηλ. προσεύχεται), αυτός θα προκόψει) Ανακ. -Κωστ.Α. Δεν πρέκοβεν, έν’ αμαρτία, όποιος δούλευεν τη γιορτή (Δεν πρόκοπτε, είναι αμαρτία, όποιος δούλευε σε ημέρα γιορτής) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ326