πρόκακα
(ουσ. θηλ.)
πρόκακα
[ʹprokaka]
Μαλακ.
πιρόκακα
[piʹrokaka]
Αραβαν.
Από το πρόθμ. προ- και το ουσ. κάκα. Ο τύπ. πιρο- με ανάπτυξη μεσοφωνηεντικού [i] για διάσπαση του συμφωνικού συμπλέγματος.