ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πρόκακα (ουσ. θηλ.) πρόκακα [ˈprokaka] Μαλακ. πιρόκακα [piˈrokaka] Αραβαν. Από το πρόθμ. προ- και το ουσ. κάκα. Ο τύπ. πιρο- με ανάπτυξη μεσοφωνηεντικού [i] για διάσπαση του συμφωνικού συμπλέγματος.
Προγιαγιά ό.π.τ. Συνών. πρόμαμμη
Τροποποιήθηκε: 19/06/2025