πρόμαμμη
(ουσ. θηλ.)
πιρόμαμμη
[piʹromami]
Σίλ.
πρόμαμμα
[ˈpromama]
Φλογ.
Aπό το αρχ. ουσ. προμάμμη.
Πβ.
μαμμή