πρόπερσι
(επίρρ.)
πρόπερσι
[pˈropersi]
Ανακ., Γούρδ.
πρόπερτσι
[pˈropertsi]
Μισθ.
πρόπερσ̑ι
[ˈproperʃi]
Φλογ.
πρόπερσ̑'
[pˈroperʃ]
Αξ.
πιρόπερσ̑ι
[piˈroperʃi]
Αραβαν.
πουρόπερσι
[puˈropersi]
Σίλ.
οπρόπερσι
[oˈpropersi]
Ουλαγ.
Μεσν. επίρρ. πρόπερσι, το οπ. από αρχ. προπέρυσι, με ανάπτυξη προθετικού [ο] ή [i]/[u] προς διάσπαση του συμφωνικού συμπλέγματος.
Κατά το έτος πριν από αυτό που προηγήθηκε, πριν από δυο χρόνια
ό.π.τ.
:
Πουρόπερσι κάσηναμι 'ς Κάστουρου
(Πρόπερσι μέναμε στο Κάστρο)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.