ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πρόπερσι (επίρρ.) πρόπερσι [pˈropersi] Ανακ., Γούρδ. πρόπερτσι [pˈropertsi] Μισθ. πρόπερσ̑ι [ˈproperʃi] Φλογ. πρόπερσ̑' [pˈroperʃ] Αξ. πιρόπερσ̑ι [piˈroperʃi] Αραβαν. πουρόπερσι [puˈropersi] Σίλ. οπρόπερσι [oˈpropersi] Ουλαγ. Μεσν. επίρρ. πρόπερσι, το οπ. από αρχ. προπέρυσι, με ανάπτυξη προθετικού [ο] ή [i]/[u] προς διάσπαση του συμφωνικού συμπλέγματος.
Κατά το έτος πριν από αυτό που προηγήθηκε, πριν από δυο χρόνια ό.π.τ. : Πουρόπερσι κάσηναμι 'ς Κάστουρου (Πρόπερσι μέναμε στο Κάστρο) Σίλ. -Κωστ.Σ.