ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

προσκυνητάρι (ουσ.) προσκυνητάρι [prosciniˈtari] Αφσάρ. προσ̑κυνητάρ' [proʃciniˈtar] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ. Νεότ. ουσ. προσκυνητάριον = κείμενο με την περιγραφή των Αγίων Τόπων, ως οδηγός των προσκυνητών < μεσν. προκυνητήριον = ο χώρος προσκύνησης και προσευχής των πιστών με μεταπλ. σε -άρι(ον).
Θέση για την εικόνα του αγίου που γιορτάζει ό.π.τ.