προσκυνητάρι
(ουσ.)
προσκυνητάρι
[prosciniˈtari]
Αφσάρ., Φάρασ.
προσ̑κυνητάρ'
[proʃciniˈtar]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ.
Νεότ. ουσ. προσκυνητάριον = κείμενο με την περιγραφή των Αγίων Τόπων, ως οδηγός των προσκυνητών < μεσν. προκυνητήριον = ο χώρος προσκύνησης και προσευχής των πιστών με μεταπλ. σε -άρι(ον).
Θέση για την εικόνα του αγίου που γιορτάζει
ό.π.τ.
:
Πααίνκανε τζ̑υλιέσανdαι σο προσκυνητάρι 'μbρό σα Βανgέλια
(Πήγαιναν και κυλιόντουσαν στο προκυνητάρι μπροστά στα Ευαγγέλια)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Τροποποιήθηκε: 14/10/2025