προσφορά
(ουσ.)
προσφορά
[prosfoˈra]
Γούρδ., Σίλατ.
ποσπορά
[pospoˈra]
Τσουχούρ.
ποσορά
[posoˈra]
Φάρασ.
πρισφορά
[prisfoˈra]
Ποτάμ., Τζαλ.
πισφορά
[pisfoˈra]
Ποτάμ.
ψιφορά
[psifoˈra]
Ποτάμ., Σινασσ.
ψοφορά
[psofoˈra]
Αξ.
Μεταγν. ουσ. προσφορά. Η σημ. νεότ. Ο τύπ. ψιφορά από πισφορά με μετάθ. και ο τύπ. ψοφορά με μετάθ.
Πρόσφορο, άρτος της Εκκλησίας
ό.π.τ.
:
Την άλλη Τζ̑ερεdζ̑ή 'α ποίκω ποσορά, να μνημονέψ' τις μνημοράτοι
(Την άλλη Κυριακή θα φτιάξω πρόσφορο, να μνημονεύσεις τους πεθαμένους)
Φάρασ.
-Λουκ.Πετρ.
Η καλόγρια κάμισκε τα ψιφορές
(H καντηλανάφτισσα έφτιαχνε τα πρόσφορα)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ326
Ήφαρινι τσαι αν ποσπορά, θέτσιν τα σο σοφρά
(Έφερε και ένα πρόσφορο, το έβαλε στο τραπέζι)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Έχισ̑καμ και μιά καλόγ̇ιρια και κάνισ̑κεν και τα προσφορές
(Είχαμε και μιά εκκλησάρισσα και έφτιαχνε τα πρόσφορα)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
|| Παροιμ.
Αν κάμ' Απρίλης δυο βροχές και Μάης άλλη μία, θα 'ν' το ψωμί σου ψιφορά και το κρασί σου νάμα
(Αν κάνει ο Απρίλης δυο βροχές κι ο Μάης άλλη μία, θα 'ν' το ψωμί σου προσφορά και το κρασί σου νάμα˙ Αν βρέξει καταλλήλως τον Απρίλη και τον Μάη, τα σιτηρά σου θα είναι κατάλληλα για τα πρόσφορα της εκκλησίας και το κρασί σου κατάλληλο για νάμα)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
κουλουρόπο, λειτουργία, προγιαστό