προχάγκι
(ουσ.)
προχάgι
[proˈxaɟi]
Φάρασ.
προυχάgι
[pruˈxaɟi]
Φάρασ.
προυφάgι
[pruˈfaɟi]
Αφσάρ.
πάργι
[ˈparʝi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. pöhrenk = αγωγός νερού, κανάλι (< αρμεν. poğrank փողրանք), όπου και διαλεκτ. τύπ. parhenk και pöfrek.
1. Ο μακρύς και στενός αεραγωγός μέσω του οποίου το βάθος του υπόγειου ταντουριού επικοινωνεί με τον αέρα
ό.π.τ.
Τροποποιήθηκε: 08/10/2025