ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

προχάγκι (ουσ.) προχάγκι [proˈxaɟi] Φάρασ. προυχάγκι [pruˈxaɟi] Φάρασ. προυφάγκι [pruˈfaɟi] Αφσάρ. πάργι [ˈparʝi] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. pöhrenk = αγωγός νερού, κανάλι (< αρμεν. poğrank փողրանք), όπου και διαλεκτ. τύπ. parhenk, poyra, pöfrek (THADS, λ. pöhrenk και Tietze 2018, λ. porhank).
1. Ο μακρύς και στενός αεραγωγός μέσω του οποίου το βάθος του υπόγειου ταντουριού επικοινωνεί με τον αέρα ό.π.τ.
2. Μικρό τεχνητό αυλάκι νερού Φάρασ.
Τροποποιήθηκε: 30/07/2025