ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

προχάγκι (ουσ.) προχάgι [proˈxaɟi] Φάρασ. προυχάgι [pruˈxaɟi] Φάρασ. προυφάgι [pruˈfaɟi] Αφσάρ. πάργι [ˈparʝi] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. pöhrenk = αγωγός νερού, κανάλι (< αρμεν. poğrank փողրանք), όπου και διαλεκτ. τύπ. parhenk και pöfrek.
1. Ο μακρύς και στενός αεραγωγός μέσω του οποίου το βάθος του υπόγειου ταντουριού επικοινωνεί με τον αέρα ό.π.τ.
2. Μικρό τεχνητό αυλάκι νερού Φάρασ. Συνών. σαραμπόλ
Τροποποιήθηκε: 08/10/2025