ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

προσκεφαλάδι (ουσ. ουδ.) προσ̑κεφαλάρ' [proʃcefaˈlar] Αραβαν. Πληθ. πρισ̑κεφαλάδια [priʃcefaˈlaðʝa] Φλογ. πισκεφαλάδια [piscefaˈlaðʝa] Σινασσ. πισκαβαλάια [piskavaˈlaia] Τροχ. σκεφελάρια [scefeˈlarʝa] Σινασσ. Από το μεταγν. επίθ. προσκεφαλάδιον, υποκορ. του αρχ. προσκεφάλαιον.
1. Προσκέφαλο ό.π.τ. : || Ασμ. Ἔχω την θάλασσαν αυλή, και τα καράβια σπίτια
και τα καραβοκύματα ψηλά πισκεφαλάδια
(Ἔχω την θάλασσα αυλή, και τα καράβια σπίτια
και τα ψηλά κύματα των καραβιών προσκεφάλι)
Σινασσ. -Lag.
Συνών. γιαστίκ, κεφαλόχειλο, προσκεφαλάδα, προσκέφαλο, προσκεφάλα
2. Mαξιλάρα καθίσματος Τροχ., Φλογ.