ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πρόπαππος (ουσ. αρσ.) πρόπαππος [ˈpropapos] Γούρδ. πρόπαππο [ˈpropapo] Αξ. πιρόπαππος [piˈropapos] Αραβαν. πιρόπαππο [piˈropapo] Αραβαν. πιρόbαππους [piˈrobapus] Σίλ. πρόπαππους [ˈpropapus] Μισθ., Σεμέντρ. πρόπαππου [ˈpropapu] Μαλακ. Από το αρχ. ουσ. πρόπαππος. Το πρόπαππους είναι νεότ. και με [o>u] κατ' επίδραση του παππούς. Οι τύπ. πιρο- με ανάπτυξη μεσοφωνηεντικού [i] για διάσπαση του συμφωνικού συμπλέγματος.
Ο πατέρας του παππού ή της γιαγιάς : Ντε ξέρ'νι ντα παππουί τ'νι, ντε ξέρ'νι ντα πρόπαπουί τ'νι (Δεν γνωρίζουν τους παππούδες τους, δεν γνωρίζουν τους προπαππούδες τους (τα σημερινά παιδιά)) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. προπαππούκας