πρόπαππος
(ουσ. αρσ.)
πρόπαππος
[ˈpropapos]
Γούρδ.
πρόπαππο
[ˈpropapo]
Αξ.
πιρόπαππος
[piˈropapos]
Αραβαν.
πιρόπαππο
[piˈropapo]
Αραβαν.
πιρόbαππους
[piˈrobapus]
Σίλ.
πρόπαππους
[ˈpropapus]
Μισθ., Σεμέντρ.
πρόπαππου
[ˈpropapu]
Μαλακ.
Από το αρχ. ουσ. πρόπαππος. Το πρόπαππους είναι νεότ. και με [o>u] κατ' επίδραση του παππούς. Οι τύπ. πιρο- με ανάπτυξη μεσοφωνηεντικού [i] για διάσπαση του συμφωνικού συμπλέγματος.
Ο πατέρας του παππού ή της γιαγιάς
:
Ντε ξέρ'νι ντα παππουί τ'νι, ντε ξέρ'νι ντα πρόπαπουί τ'νι
(Δεν γνωρίζουν τους παππούδες τους, δεν γνωρίζουν τους προπαππούδες τους (τα σημερινά παιδιά))
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
προπαππούκας