προσκεφαλάδα
(ουσ.)
πρισ̑κεφαλάδα
[priʃcefaˈlaða]
Φλογ.
προυσκαλάβα
[pruskaˈlava]
Μισθ.
προυσκαλάβα
[pruskaˈlava]
Μισθ.
ποσκαλάβα
[poskaˈlava]
Μισθ.
πουσ̑κιουβαλάγια
[puʃcuva'laʝa]
Αξ.
Από το νεότ. ουσ. προσκεφαλάδα, το οπ. από το ουσ. προσκεφαλάδι με την προσθήκη του παραγωγ. επιθμ. -α. Ο τύπ. προυσκαλάβα με ανομοιωτική αποβολή του -φα- και τροπή του μεσοφωνηεντ. [ð] σε [v]%i.
1. Προσκέφαλο
ό.π.τ.
:
Μι τ΄ ορνιχιού ντα ντοζάχια σ̑άνιξαμ' προυσκαλάβις
(Με τα πούπουλα της κότας φτιάχναμε μαξιλάρια)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
γιαστίκ, κεφαλόχειλο, προσκεφαλάδι :1, προσκέφαλο, προσκεφάλα
2. Πλαϊνό σανίδι της βοΪδάμαξας
Αξ., Μισθ.