ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

προμπάω (ρ.) προμbάω [promˈbao] Φάρασ. προμbώ [promˈbo] Φάρασ. Παρατατ. προμbάνκα [promˈbaŋka] Φάρασ. Αόρ. πρόμψα [ˈprompsa] Φάρασ. Πιθ. από το αρχ. ρ. προβαίνω.
1. Προέχω, εξέχω : || Παροιμ. Το τσ̑έροτο προμbά το 'τί (Το κέρατο βγαίνει πιο έξω από τ' αφτί˙ Το έλεγαν: 1) για τους γεροντότερους, για να δείξουν ότι έχουν το δικαίωμα να μιλήσουν πρώτοι ή να προχωρήσουν μπροστά, 2) (ειρων.) για τους μικρότερους που γύρευαν να ξεπεράσουν τους μεγαλύτερους) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
2. Βαδίζω πριν από κάποιον άλλο
3. Μτφ., προτρέχω : Μη προμbάς! (Μην προτρέχεις!) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ.