προμπάω
(ρ.)
προμbάω
[promˈbao]
Φάρασ.
προμbώ
[promˈbo]
Φάρασ.
Παρατατ.
προμbάνκα
[promˈbaŋka]
Φάρασ.
Αόρ.
πρόμψα
[ˈprompsa]
Φάρασ.
Πιθ. από το αρχ. ρ. προβαίνω.
1. Προέχω, εξέχω
:
|| Παροιμ.
Το τσ̑έροτο προμbά το 'τί
(Το κέρατο βγαίνει πιο έξω από τ' αφτί˙ Το έλεγαν: 1) για τους γεροντότερους, για να δείξουν ότι έχουν το δικαίωμα να μιλήσουν πρώτοι ή να προχωρήσουν μπροστά, 2) (ειρων.) για τους μικρότερους που γύρευαν να ξεπεράσουν τους μεγαλύτερους)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
2. Βαδίζω πριν από κάποιον άλλο
3. Μτφ., προτρέχω
:
Μη προμbάς!
(Μην προτρέχεις!)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.