προσκέφαλο
(ουσ.)
πρισκέφαλου
[priˈscefalu]
Μισθ.
πισκέφαλου
[piˈscefalu]
Σίλ.
bισ̑κέφαλο
[biˈʃcefalo]
Αξ.
Από το μεσν. προσκέφαλο από το μεταγν. προσκέφαλον. Το πισ- ίσως να οφείλεται στο ότι αρχικά αναπτύχθηκε ένα [i] για λόγους ευφωνίας και στην συνέχεια, όταν αποβλήθηκε το άτονο [o], ακολούθησε και η αποβολή του [r] προς απλοποίηση του συμφωνικού συμπλ. ([pros>piros>pirs>pis]).
Μαξιλάρι
ό.π.τ.
:
Χελ βραντύ το κρύβου πισκέφαλου μ’ απ’κάτου
(Κάθε βράδυ το κρύβω κάτω από το μαξιλάρι μου)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
|| Φρ.
Nα ντα φας στου πρισκέφαλού σ' απάνω
(Να τα φας στο μαξιλάρι σου απάνω, δηλ. όταν είσαι άρρωστος˙ αρά)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 887
Συνών.
γιαστίκ, κεφαλόχειλο, προσκεφαλάδα, προσκεφαλάδι, προσκεφάλα