ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

προσκέφαλο (ουσ.) πρισκέφαλου [priˈscefalu] Μισθ. πισκέφαλου [piˈscefalu] Σίλ. bισ̑κέφαλο [biˈʃcefalo] Αξ. Από το μεσν. προσκέφαλο από το μεταγν. προσκέφαλον. Το πισ- ίσως να οφείλεται στο ότι αρχικά αναπτύχθηκε ένα [i] για λόγους ευφωνίας και στην συνέχεια, όταν αποβλήθηκε το άτονο [o], ακολούθησε και η αποβολή του [r] προς απλοποίηση του συμφωνικού συμπλ. ([pros>piros>pirs>pis]).
Μαξιλάρι ό.π.τ. : Χελ βραντύ το κρύβου πισκέφαλου μ’ απ’κάτου (Κάθε βράδυ το κρύβω κάτω από το μαξιλάρι μου) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 || Φρ. Nα ντα φας στου πρισκέφαλού σ' απάνω (Να τα φας στο μαξιλάρι σου απάνω, δηλ. όταν είσαι άρρωστος˙ αρά) Μισθ. -ΙΛΝΕ 887 Συνών. γιαστίκ, κεφαλόχειλο, προσκεφαλάδα, προσκεφαλάδι, προσκεφάλα