κεφαλόχειλο
(ουσ. ουδ.)
κεφαλόσ̑ειλο
[cefaˈloʃilo]
Ανακ.
κιφαλόσ̑ειλο
[cifaˈloʃilo]
Μαλακ., Φλογ.
κεφαλόσ̑'λο
[cefaˈloʃlo]
Ανακ., Φλογ.
κιφαλόλιο
[cifaˈloʎo]
Αραβαν.
Από τα ουσ. κεφάλι και χείλος (Costakis 1964: 70).
1. Το προς το κεφάλι άκρο του στρώματος
ό.π.τ.
:
Έκατσε σο κιφαλόλιο τ'
(Έκατσε στο προσκέφαλό του)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ασ' σο κεφαλόσ̑’λο μ’ πέρασεν, λάμbα τρία φορά γήψεν και νεπάη, ήτο ψυσ̑ή
(Από το προσκέφαλο μου πέρασε, η λάμπα αναβόσβησε τρεις φορές, ήταν ψυχή)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Πβ.
ποδαρόχειλο
2. Μαξιλάρι, προσκεφάλι
Ανακ., Φλογ.
:
Βγάλλ' το κεσέ τ', θέκνει το σο κιφαλόσ̑ειλό τ'
(Βγάζει το πουγγί του, το βάζει κάτω από το μαξιλάρι του)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Συνών.
γιαστίκ, προσκεφάλα, προσκεφαλάδα, προσκεφαλάδι :1, προσκέφαλο